retort
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. ὑπολαμβάνειν, P. and V. ἀντιτιθέναι; see answer.
retort charge: P. ἀντεγκαλεῖν, ἀντικατηγορεῖν.
P. ὑπολαμβάνειν, P. and V. ἀντιτιθέναι; see answer.
retort charge: P. ἀντεγκαλεῖν, ἀντικατηγορεῖν.