ὑπόληψις

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόληψις Medium diacritics: ὑπόληψις Low diacritics: υπόληψις Capitals: ΥΠΟΛΗΨΙΣ
Transliteration A: hypólēpsis Transliteration B: hypolēpsis Transliteration C: ypolipsis Beta Code: u(po/lhyis

English (LSJ)

(later ὑπόλημψις Anon. in Tht.3.14, etc., v. infr. 11.3b), εως, ἡ, (ὑπολαμβάνω)
A taking up, esp. taking up the cue, taking up the matter where another leaves off, ἠνάγκασε τοὺς ῥαψῳδοὺς.. ἐξ ὑπολήψεως ἐφεξῆς αὐτὰ διιέναι Pl.Hipparch.228b; cf. ὑποβολή 1.3.
2 rejoinder, reply, ὑπόληψιν ποιεῖσθαι Isoc. 11.30, cf. 12.150 (ἐπι- Cobet, Blass, in both places).
II taking in a certain sense, assumption, notion, Pl.Def.413a sq., Arist.MM1235a20 (pl.); ὑπόληψιν λαμβάνειν Id.Rh.1417b10; τῆς ὑπολήψεως διαφοραὶ ἐπιστήμη καὶ δόξα καὶ φρόνησις Id.de An. 427b25; but distinguished from νόησις, ib.b17; fr. ἐπιστήμη, Id.Top.149a10; joined with δόξα, Id.EN1139b17, Epicur.Fr.239; ὑπολήψεις ψευδεῖς, ὑπολήψεις μοχθηραί, Id.Ep.3p.60U., Phld.Mus.p.49 K.; μὴ τοιαύτης οὔσης τῆς ὑπαρχούσης ὑπολήψεως περὶ ἑκατέρου unless such had been the existing impression, D.18.228: Chrysipp. wrote περὶ ὑπολιήψεως, Stoic.2.9; οἱ τῆς ἐναντίας ὑπολήψεως Sor.1.31.
2 hasty judgement, prejudice, suspicion, ὑ. εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία Hyp.Eux.32, cf. Luc.Cal.5.
3 estimate formed of a person or thing, good or bad reputation, public opinion, Hdn.7.1.6; ἐν ὑπολήψει τυγχάνοντες being in high repute, Marcellin.Puls. 118.
b conceit, πολλοὺς ἐπλάνησεν ἡ ὑπόλημψις αὐτῶν LXX Si.3.24.
4 estimate, plan, Epict.Ench.1.1.
III perhaps subvention, subsidy, Sammelb.7193vii 14, al. (ii A. D.), PTeb.341.12 (ii A. D.).
2 ὑπόληψις ἑτέρου ἐλαιουργίου perhaps taking over, BGU612.7 (i A. D.).
3 perhaps payment in advance, PLond.3.895.12 (i A. D.), PRyl.2.127.25 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1224] ἡ, das Aufnehmen, bes. das Aufnehmen der Rede eines Andern, da, wo er aufhört, ἐξ ὑπολήψεως διεξιέναι, Einer nach dem Andern, Plat. de lucri cup. 228 b. – Dah. auch Antwort, Einwendung, Widerlegung, Isocr. 11, 30 u. Sp. – Annahme, Meinung; δυσχερής Arist. rhet. 3, 15; vgl. Plat. defin. 413 a 414 b; καὶ ἄγνοια Luc. Calum. 5. – Voraussetzung, Grundsatz, Arist. Nicom. eth. 6, 5,6 u. öfter. – Die gute oder schlimme Meinung von einer Person oder Sache, der gute oder schlimme Ruf, die öffentliche Meinung, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. réponse, réplique;
II. conception, pensée ; p. suite
1 supposition, croyance, conjecture ; particul. jugement précipité, préjugé, d'ord. préjugé défavorable;
2 opinion bonne ou mauvaise qu'on a d'une pers. ou d'une ch. ; particul. estime, considération.
Étymologie: ὑπολαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόληψις: εως ἡ
1 подхватывание: ἐξ ὑπολήψεως Plat. друг за другом, по очереди;
2 предположение, (предвзятое) мнение Plat., Arst., Dem., Plut.: ἐκ τῆς ὑπολήψεως Arst. предположительно;
3 неосновательное подозрение, предубеждение (ἄγνοια καὶ ὑ. Luc.);
4 уважение: ὑπόληψιν ἐμποιεῖν τινι Plut. снискать себе уважение у кого-л.;
5 возражение, ответ (ὑπόληψίν τινα ποιεῖσθαι Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόληψις: -εως, (ὑπολαμβάνω) τὸ ὑπολαμβάνειν, μάλιστα τὸ ἐκδέχεσθαι τὸν λόγον ὅπου ἕτερος ἐπαύσατο λέγων, ἐξ ὑπολήψεως ἐφεξῆς διιέναι Πλάτ. Ἱππαρχ. 228Β· πρβλ. ὑποβολὴ Ι. 3. 2) ἀπόκρισις, ὑπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 227C, πρβλ. 264Β. ΙΙ. τὸ λαμβάνειν τι κατά τινα σημασίαν, κατανόησις, κατάληψις, ἀντίληψις, περὶ θεῶν τιμῆς ὑπόληψις ὀρθὴ Πλάτ. Ὅροι 413Α κἑξ., Ἀριστ. Μεγ. Ἠθικ. 1. 35, 13· ὑπ. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 15, 1· τῆς ὑπολήψεως διαφοραὶ ἐπιστήμη καὶ δόξα καὶ φρόνησις ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 7· ἀλλὰ κυρίως διακρίνεται ἀπὸ τῆς νοήσεως, αὐτόθι 6· ἀπὸ τῆς ἐπιστήμης, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 16, 10· συναπτόμενον μετὰ τοῦ δόξα, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 1· μὴ τοιαύτης οὔσης τῆς ὑπαρχούσης ὑπολήψεως περὶ ἑκατέρου, ἂν μὴ τοιαύτη ἦτο ἡ ὑπάρχουσα ἀντίληψις, Δημ. 304. 2. 2) ἐσπευσμένη κρίσις, προκατάληψις, ὑπόνοια, ὑποψία, ὑπόληψις εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 42, Λουκ. περὶ Διαβόλ. 5. 3) ἡ ἐκτίμησις ἣν σχηματίζει τις περὶ προσώπου ἢ πράγματος, καλὴ ἢ κακὴ «ἰδέα», ὑπόληψις, κοινὴ γνώμη περί τινος, Λατ. existimatie, Ἡρῳδιαν. 7. 1., 7. 10, κλπ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 517 κἑξ.

Greek Monotonic

ὑπόληψις: -εως (ὑπολαμβάνω),
I. το να παίρνει κάποιος κάτι, ιδίως το να παίρνει τον λόγο, το να παίρνει κάποιος τον λόγο στο σημείο που κάποιος άλλος σταμάτησε, σε Πλάτ.· απάντηση, απόκριση, σε Ισοκρ.
II. 1. αντίληψη ενός πράγματος με συγκεκριμένη σημασία, κατανόηση, σύλληψη (ιδέας), σε Δημ.
2. βιαστική κρίση, προκατάληψη, υποψία, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπόληψις, εως, ὑπολαμβάνω
I. a taking up, esp. a taking up the word, taking up the matter where another leaves off, Plat.:— a rejoinder, reply, Isocr.
II. a taking in a certain sense, an assumption, conception, Dem.
2. a hasty judgment, suspicion, Luc.

English (Woodhouse)

answer, assumption, inference, presumption

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπολαμβάνωὑπό + λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

conceit

Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: verwaandheid, ijdelheid, hoogmoed; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: vanité, orgueil; German: Einbildung, Dünkel, Eigendünkel, Arroganz, Eingebildetheit, Süffisanz, Selbstgefälligkeit, Krattel; Greek: έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά, ψώνιο, ψώνισμα; Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια, ἱπποτυφία, κατοίησις, κενοδοξία, οἴημα, οἴησις, τῦφος, ὑπόληψις, φῦσα, φύσημα, χαυνότης; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: presunzione, vanità; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: presunção, vaidade; Romanian: trufie, vanitate; Russian: самомнение, тщеславие, гонор, чванство, самонадеянность; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: engreimiento, vanidad, presunción, ego; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn