insensibility
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ἀναισθησία, ἡ, τὸ ἀναίσθητον, ἀναλγησία, ἡ.
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
P. ἀναισθησία, ἡ, τὸ ἀναίσθητον, ἀναλγησία, ἡ.
inconsiderateness: P. ἀγνωμοσύνη, ἡ.
numbness: Ar. and P. νάρκη, ἡ.