Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. and V. σκοτεινός, V. κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, μελαμβαθής. λυγαῖος, δυσαίθριος; see dark.