τυμβοχοέω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A like τύμβον χεῦαι or τύμβον χῶσαι, throw up a cairn or throw up a barrow, Hdt.7.117, v.l. in Il.21.323.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
1 élever un tertre funéraire;
2 ensevelir sous un tertre funéraire.
Étymologie: τυμβοχόος.
English (Autenrieth)
(χέω), aor. inf. τυμβοχοῆς(αι): heap up a funeral mound, Il. 21.323. The elision is exceptional, hence the v. l. τυμβοχόης, ‘of a mound.’
Greek Monotonic
τυμβοχοέω: μέλ. τυμβοχοήσω, σχηματίζω τύμβο συσσωρεύοντας χώμα πάνω από τον τάφο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοχοέω: насыпать могильный курган Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβοχοέω [τυμβοχόος] een grafheuvel opwerpen.
Middle Liddell
τυμβοχοέω, fut. -ήσω [from τυμβοχόος
to throw up a cairn or barrow, Hdt.