βαρυταρβής

Revision as of 14:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A terrifying, εἰκών A.Fr.57.11.

German (Pape)

[Seite 435] τυμπάνου ἠχώ, schwer erschreckend, Aesch. frg. Edon. 51.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠταρβής: -ές, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φοβερός, εἰκὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠταρβής) -ές
gravemente pavoroso τυμπάνου δ' εἰκών ... φέρεται β. A.Fr.57.11.

Greek Monolingual

βαρυταρβής (-οῡς), -ές (Α)
εκείνος που προκαλεί μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + τάρβος «φόβος, τρόμος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρυταρβής: наводящий ужас, ужасающий (τυπάνου εἰκών Aesch.).