διατενής

Revision as of 14:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A tending, πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr.CP2.15.2.

German (Pape)

[Seite 606] ές, sich hin erstreckend, auf etwas beziehend, πρός τι, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διατενής: -ές, ἐκτεινόμενος, τείνων, πρός τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 15, 2.

Spanish (DGE)

-ές
1 distendidodel pulso, Gal.8.943.
2 que tiende, tendente πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr.CP 2.15.2.
3 persistente, incesante τὸ σύμπτωμα Orib.Ecl.58.5.

Greek Monolingual

διατενής, -ές (Α) διατείνω
αυτός που τείνει προς κάτι.