διατενής
English (LSJ)
ές,
A tending, πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr.CP2.15.2.
German (Pape)
[Seite 606] ές, sich hin erstreckend, auf etwas beziehend, πρός τι, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διατενής: -ές, ἐκτεινόμενος, τείνων, πρός τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 15, 2.
Spanish (DGE)
-ές
1 distendidodel pulso, Gal.8.943.
2 que tiende, tendente πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr.CP 2.15.2.
3 persistente, incesante τὸ σύμπτωμα Orib.Ecl.58.5.