διατενής
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
διατενές, tending, πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr. CP 2.15.2.
Spanish (DGE)
-ές
1 distendido del pulso, Gal.8.943.
2 que tiende, tendente πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr.CP 2.15.2.
3 persistente, incesante τὸ σύμπτωμα Orib.Ecl.58.5.
German (Pape)
[Seite 606] ές, sich hin erstreckend, auf etwas beziehend, πρός τι, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διατενής: -ές, ἐκτεινόμενος, τείνων, πρός τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 15, 2.