δυσπαρηγόρητος

Revision as of 15:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A ἐπιθυμία J.AJ16.7.4.    II inconsolable, Plu.2.74e; admitting no consolation, συμφορά Phalar.Ep.144.1; hard to soothe, ἄλγημα Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten; Cic. Fam. 4, 3; καὶ δυσανάκλητος Plut. ad. et amic. discr. 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρηγόρητος: -ον, τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 74Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à consoler, inconsolable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de calmar, de aplacar ref. sentimientos fuertes, una pasión amorosa, I.AI 16.206, χαλεπαὶ ζηλοτυπίαι καὶ δυσπαρηγόρητοι φιλονεικίαι fuertes envidias y rivalidades enconadas Ph.2.304, ref. una persona presa de la ira, Plu.2.74e
para el que es difícil hallar consuelo, difícil de aliviar πένθος IG 12(7).239.22 (Minoa I/II d.C.), συμφορὰ δ. καὶ βαρυτέρα ἢ ὥστε λόγοις ἐπικουφισθῆναι Phalar.Ep.144, ἄλγημα Herod.Med. en Aët.9.2
de pers. inconsolable δυσπαρηγόρητοι καὶ βαρυπενθεῖς Basil.M.31.260B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρηγόρητος, -ον)
απαρηγόρητος
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει
2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρηγόρητος: не внемлющий утешениям, безутешный Plut.