απαρηγόρητος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)
Translations
inconsolable
Armenian: անամոք; Belarusian: няўцешны; Bulgarian: безутешен; Catalan: inconsolable; Dutch: ontroostbaar; Finnish: lohduton, murheen murtama; French: inconsolable; Galician: inconsolable; German: untröstlich; Greek: απαρηγόρητος; Ancient Greek: ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαρηγόρητος, δυσπαρηγόρητος; Hungarian: megvigasztalhatatlan, vigasztalhatatlan, vigasztalan; Icelandic: óhuggandi; Italian: inconsolabile; Latin: inconsolabilis; Polish: niepocieszony, nieukojony, nieutulony; Portuguese: inconsolável; Russian: безутешный, неутешный; Serbo-Croatian: neutješan; Spanish: inconsolable, desconsolado