μιξέλληνες
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
οἱ,
A half Greeks half barbarians, mongrel Greeks, Hellanic.71 (a) J., IPE12.32B17 (Olbia, iii B. C.), Plb.1.67.7: sg. μιξέλλην Hld.9.24, Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek (Liddell-Scott)
μιξέλληνες: οἱ, κατὰ τὸ ἥμισυ μόνον Ἕλληνες κατὰ δὲ τὰ ἄλλα βάρβαροι, Ἑλλάνικ. 112, Πολύβ. 1. 67, 7· τὸ ἑνικ. μιξέλλην παρ’ Ἡλιοδ. 9. 24.