νοσφισμός

Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4.    II appropriating, stealing, Plb.32.5.8 ; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f : pl., Vett.Val.40.29.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.

Greek Monolingual

ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.

Russian (Dvoretsky)

νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.