ιδιοποίηση

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιοποίησις) ιδιοποιώ
σφετερισμός ξένου πράγματος ή κτήματος
μσν.-αρχ.
η ύπαρξη ατομικών, σαφών, διακριτικών χαρακτηριστικών.