ποινητήρ

Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A avenger, Opp.H.2.421.

German (Pape)

[Seite 652] ῆρος, ὁ, Rächer, Strafer, Verfolger, Opp. Hal. 2, 421.

Greek (Liddell-Scott)

ποινητήρ: ῆρος, ὁ, (ποινάω) ἐκδικητής, Ὀππ. Ἁλ. 2. 421.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινάω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α θηλ. τ. ποινήτειρα Μ
εκδικητής, τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγη-τήρ)].