προσηρμοσμένως

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηρμοσμένως Medium diacritics: προσηρμοσμένως Low diacritics: προσηρμοσμένως Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: prosērmosménōs Transliteration B: prosērmosmenōs Transliteration C: prosirmosmenos Beta Code: proshrmosme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.