συνάθροισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A collecting, Arist.GA739b10; of persons, gathering, Sch.S.OC 537 (pl.).
German (Pape)
[Seite 997] ἡ, das Sammeln, Schol. Soph. O. C. 555.
Greek (Liddell-Scott)
συνάθροισις: ἡ, τὸ συναθροίζειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 27. ΙΙ. συνέλευσις ἢ ὁμήγυρις, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 232Α· πλῆθος, Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστροφῆς.
Russian (Dvoretsky)
συνάθροισις: εως ἡ собирание, накопление (ἔκκρισις καὶ σ. τῶν καταμηνίων Arst.).