σωματοφυλακία

Revision as of 20:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σωματοφύλαξ, -ακος]
η ιδιότητα του σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ служба телохранителей, личная охрана Diod., Luc.