σωματοφύλαξ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, bodyguard, Sammelb.3941.5 (ii B.C.), Plb.15.32.6, J.Vit.18, Gal.14.624: in plural, Plb.8.20.8, al., LXX Ju.12.7, D.S.34.2, Arr.An.1.6.5, Hdn.4.13.1: as adjective, protecting the body, φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας PMag.Lond. 121.597.
German (Pape)
[Seite 1060] ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache; Ar. An. 1, 6, 8; Hdn. 4, 13, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ телохранитель Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ σώματος τινος, ὁ τὸ σῶμα φυλάσσων τοῦ βασιλέως, φύλαξ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, δορυφόρος, Γαλην. - ἐν τῷ πληθ., Διοδ. Ἐκλογ. 529. 53, Ἀρρ. Ἀν. 1. 6, 5, Ἡρῳδιαν. 4. 13.
Spanish
Greek Monolingual
ο σωματοφύλακας / σωματοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ
άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ
γ. «τότε δὲ σωματοφύλαξ ὑπάρχων μάλιστα προσεῖχε τῷ βασιλεῖ», Πολ.)
αρχ.
ως επίθ. αυτός που προστατεύει το σώμα από κάποιο κακό («φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φύλαξ, -αχος].
Léxico de magia
ὁ que protege el cuerpo de un amuleto φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας amuleto que protege el cuerpo contra démones P VII 579
Translations
bodyguard
Afrikaans: lyfwag; Arabic: حَرَس خَاصّ, حَرَس, حَارِس, حَارِس شَخْصِيّ; Armenian: թիկնապահ; Azerbaijani: cangüdən; Basque: bizkartzain; Belarusian: целаахоўнік, ахова, ахоўнік; Bengali: মহাফেজ, বরকন্দাজ; Bulgarian: телохранител, бодигард; Burmese: သက်တော်စောင့်; Catalan: guardaespatlles; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Cantonese: 保鏢, 保镖, 護衛, 护卫; Mandarin: 保鏢, 保镖, 護衛, 护卫, 衛士, 卫士; Czech: tělesná stráž, bodyguard, osobní strážce; Danish: livvagt; Dutch: lijfwacht, lijfgarde, persoonsbeveiliger, bodyguard; Esperanto: korpogardisto, kapogardisto sg; Estonian: turvamees, ihukaitsja; Faroese: lívverji; Finnish: turvamies, henkivartija; French: garde du corps; Galician: gardacostas; Georgian: მცველი, პირადი მცველი; German: Leibwächter, Bodyguard, Personenschützer; Greek: σωματοφύλακας; Ancient Greek: σωματοφύλαξ, δορυφόρος; Hebrew: שׁוֹמֵר רֹאשׁ, שׁוֹמֶרֶת רֹאשׁ; Hindi: अंगरक्षक, बॉडीगार्ड; Hungarian: testőr; Ido: korpogardisto; Italian: guardia del corpo; Japanese: ボディーガード, 侍衛, 親衛兵, 用心棒, 警護, 保鏢, 衛士; Karelian: henkivarteiččija; Khmer: អង្គរក្ស; Korean: 보디가드, 경호원(警護員); Lao: ອົງຄະລັກ; Latin: stipator, satelles, custos corporis; Macedonian: телохранител; Malay: pengawal peribadi, pengawal; Malayalam: അംഗരക്ഷകൻ; Maori: poutiriao; Navajo: aa áhályáanii; Norwegian Bokmål: livvakt; Nynorsk: livvakt; Persian: محافظ شخصی, محافظ; Polish: ochroniarz, ochrona; Portuguese: guarda-costas; Romanian: gardă de corp, bodyguard, gardă personală; Russian: телохранитель, охранник, охрана; Serbo-Croatian Cyrillic: телохранитељ, тјелохранитељ; Roman: telohranitelj, tjelohranitelj; Slovak: osobný strážca, bodyguard; Slovene: telesni stražar, stražar; Spanish: escolta, guardaespaldas, espaldero; Swedish: livvakt; Tajik: муҳофиз; Telugu: అంగరక్షకుడు; Thai: องครักษ์; Turkish: özlük muhafızı, koruma; Ukrainian: тілоохоронець, охорона, охоронець; Urdu: محافظ, باڈی گارڈ; Uzbek: shaxsiy soqchi