σωματοφυλακία
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἡ, guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ служба телохранителей, личная охрана Diod., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σωματοφύλαξ, -ακος]
η ιδιότητα του σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).