τρισήμερος
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
ον,
A tertian, of a fever, prob. in Arch.Pap.1.425 (τρισοιμ- Pap.); τρισημεραι = triduum is f. l. for τρεῖς ἡμέραι in Gloss.
Greek Monolingual
-ον, Μ
βλ. τριήμερος.