ἀδιοργάνωτος
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον,
A unorganized, Iamb.VP17.73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιοργάνωτος: -ον, ὁ μὴ διωργανωμένος, διαμεμορφωμένος, ὁ ἔχων κακὰ ὄργανα, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
1 no organizado Iambl.VP 73.
2 desprovisto de órganos τὸ ἔμψυχον διαιρεῖται εἰς διωργανωμένον σῶμα καὶ ἀδιοργάνωτον Elias in Porph.65.5.