ἀλησμόνητος
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ον,
A unforgotten, IG3.3446.
Spanish (DGE)
-ον
inolvidable κυμητίριον (sic) ... τῆς ἀλησμονήτου μνήμης Σωσάννας IG 3.3446, cf. Hesperia 16.1947.33 n.18 (ambas Atenas, crist.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλησμόνητος, -ον) λησμονῶ
αυτός που δεν λησμονιέται, δεν λησμονήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, ο αξέχαστος.