(κοντός)
A thrust away or out, τὰ ὀπίσω Procop.Arc.9.
ἀποκοντόω: (κοντὸς) τινάσσω πρὸς τὰ ἔξω, «καὶ τὰ ὀπίσω ἀποκοντῶσα» Προκ. Ἱστ. Ἀνέκδ. 9, σ. 62, 14.