ἐπιδιαμένω

Revision as of 15:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A remain after, D.L.Prooem.11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.

German (Pape)

[Seite 937] (s. μένω), noch dabei bleiben, Sp.

Greek Monolingual

ἐπιδιαμένω (Α)
διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαμένω: оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.).