ἐπιφώνησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A acclamation, cry, Plu.Pomp.4. II added remark, Ps.-Plu. Vit.Hom.65. III uttering of a spell, Herm. ap. Stob.1.49.44(pl.). IV address, Phld.Lib.p.14O.; πρὸς τοὺς ἀνθρώπους Sch.Opp.H.2.217.
German (Pape)
[Seite 1002] ἡ, das Zurufen, Plut. Pompei. 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφώνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιφωνεῖν, κραυγή, Πλουτ. Πομπ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acclamation.
Étymologie: ἐπιφωνέω.
Greek Monotonic
ἐπιφώνησις: -εως, ἡ, χειροκρότημα, επευφημία, ζητωκραυγή, κραυγή, φωνή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφώνησις: εως ἡ восклицание, приветственный возглас Plut.
Middle Liddell
ἐπιφώνησις, εως [from ἐπιφωνέω
acclamation, a cry, Plut.