ἡμιλοχία
English (LSJ)
ἡ,
A half-λόχος, Suid. s.v. διμοιρίτης:—also ἡμι-λόχιον, τό, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, Suid. = ἡμιλόχιον, τό, halber Lochos, Ael. Tact. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιλοχία: ἡ, ἥμισυς λόχος˙ ὡσαύτως ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.
Greek Monolingual
ἡμιλοχία, ἡ (Α)
στρ. μισός λόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -λοχία (< λόχος), πρβλ. δι-λοχία].