δακνώδης

Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ες,

   A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.

German (Pape)

[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.

Greek Monolingual

δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.