τσουχτερός

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο
2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο»)
3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. -ερός (πρβλ. καυτερός)].