κατανθρωπισμός
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ὁ,
A hospitality, entertainment, τινος POxy.736.11, al. (i A.D.).
Greek Monolingual
κατανθρωπισμός, ὁ (Α) κατανθρωπίζω
φιλοξενία, προσήνεια.