ἐμπορευτικός

Revision as of 09:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A commercial, mercantile, Pl.Plt.290a, Max.Tyr.36.2.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτικός: -ή, -όν, ἐμπορικός, Πλάτ. Πολιτικ. 290Α.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
subst. τὰ ἐμπορευτικά los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.
2 adv. -ῶς a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.

Greek Monolingual

ἐμπορευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ' ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμπορευτικός: торговый, купеческий Plat.