Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρρακτικῶς

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρακτικῶς Medium diacritics: καταρρακτικῶς Low diacritics: καταρρακτικώς Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΙΚΩΣ
Transliteration A: katarraktikō̂s Transliteration B: katarraktikōs Transliteration C: katarraktikos Beta Code: katarraktikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A rushing down, swooping, Eust.688.52.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.

Greek Monolingual

καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].