κακοθέρειος
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ον,
A with a bad summer, Tz.Proll.Hes. p.12.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθέρειος: -ον, ἔχων κακὸν θέρος, Ἄσκρην χωρίον τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θέρειος (< θέρος)].