μίξοφρυς
English (LSJ)
υ,
A having eyebrows that meet, Cratin.430.
Greek (Liddell-Scott)
μίξοφρυς: υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ μέσον, «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.
Greek Monolingual
-υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, -υ)
αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο-φρυς)].