θαρσητέον
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
A one must have confidence in, ἀρετῇ Iamb.Protr. 2.
Greek (Liddell-Scott)
θαρσητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἔχῃ θάρρος, πεποίθησιν, ἀρετῇ μὲν θαρσητέον ὡς σώφρονι γαμετῇ, τύχῃ δ’ ὡς ἀστάτῳ πιστευτέον ἑταίρᾳ Ἰάμβλ. Προτρεπτ. σ. 9. 3.