ἀργυροχάλινος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with silver-mounted bridle, ζεῦγος Philostr. VS1.25.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροχάλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἀργυροῦν ἤ ἀργύρῳ κεκοσμημένον χαλινόν, Φιλόστρ. 532.
Spanish (DGE)
-ον
que lleva bridas de plata ζεῦγος Philostr.VS 532, ὄχημα Philostr.VS 587, ἵπποι Philostr.Im.1.28.3, Basil.M.31.212C.
Greek Monolingual
ἀργυροχάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο.