καταστάθμησις

Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A accurate measurement, Epicur.Nat.11.5.

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, astronomische Beobachtung, Epicur.

Greek (Liddell-Scott)

καταστάθμησις: ἡ, ἡ διὰ τῆς στάθμης (ἀστρονομικοῦ ὀργάνου) ἐξέτασις, Ἐπίκ. π. φυσ. σ. 18, Orelli.

Greek Monolingual

καταστάθμησις, ἡ (Α)
(σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)].

Russian (Dvoretsky)

καταστάθμησις: εως ἡ астрономическое измерение или наблюдение Epicur.