λαίμαστρον
English (LSJ)
τό, '
A greedy beast', term of abuse, Id.4.46, 7.18.
Greek (Liddell-Scott)
λαίμαστρον: βάραθρον, χάσμα γῆς, (μεταφ. ἄπληστος, ἀκόρεστος, λαίμαργος), Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 4. 46.
Greek Monolingual
λαίμαστρον, τὸ (Α)
1. χάσμα γης, βάραθρο
2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. ζύγασ-τρον, στέγασ-τρον)].