κραταίπιλος
English (LSJ)
ον,
A with strong πῖλος, A.Fr.430.
Greek (Liddell-Scott)
κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.
Greek Monolingual
κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.