νεοκέντητος

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκέντητος Medium diacritics: νεοκέντητος Low diacritics: νεοκέντητος Capitals: ΝΕΟΚΕΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: neokéntētos Transliteration B: neokentētos Transliteration C: neokentitos Beta Code: neoke/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.

Greek Monolingual

νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.