φιλανδρία

Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A love for a husband, Ph.2.36, Luc.Halc.2, IG5(1).1249 (Cyparissia), 14.1976, Lib.Or.29.14: pl., examples of wifely affection, App.BC4.36.    II wifely jealousy, E. Andr.229.    2 in later Gr. in bad sense, love of the male sex, Hermog. Id.2.5.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανδρία: ἡ, ἡ πρὸς ἄνδρα ἀγάπη, Εὐριπ. Ἀνδρ. 228. 2) ἡ πρὸς τὸν ἄνδρα, δηλ. τὸν σύζυγον ἀγάπη, Λουκ. Ἁλκ. 2. Ἀνθ. Π. παράρτημ. 313, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκ.) 497a, πρβλ. 642. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 amour d’une femme pour les hommes;
2 amour d’une femme pour son époux.
Étymologie: φίλανδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φίλανδρος
1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.)
2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα
3. συζυγική ζήλεια.

Greek Monotonic

φῐλανδρία: ἡ,
1. αγάπη για το ανδρικό φύλο, σε Ευρ.
2. αγάπη για το σύζυγο, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανδρία:
1) любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.);
2) любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.).

Middle Liddell

φῐλανδρία, ἡ,
1. love for the male sex, Eur.
2. love for a husband, Luc., Anth. [from φίλανδρος