ἀγλαόφωνος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ον,
A with a splendid voice, Procl.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόφωνος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Πρόκλ. Ὕμ. Μούσ. 2.