ἐνεστιάομαι

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A give an entertainment in, Luc.Am.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεστιάομαι: Ἀποθ., ἑστιῶμαι, συμποσιάζω ἔν τινι τόπῳ, ἦν δ’ ὑπὸ ταῖς ἄγαν παλινσκίοις ὕλαις ἱλαραὶ κλισίαι τοῖς ἐνεστιᾶσθαι θέλουσιν Λουκ. Ἔρωτ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
festiner dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ἑστιάω.

Spanish (DGE)

celebrar un banquete en (ἱλαραῖς κλισίαις) Luc.Am.12.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεστιάομαι: (на чем-л.) пировать (κλισίαι τοῖς ἐ. θέλουσιν Luc.).