ἑστιάω
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
Ion. and Dor. ἱστιάω, impf.
A εἱστίων Lys.19.27, Ion. 3sg. ἱστία Hdt.7.135: fut. ἑστιάσω [ᾱ] Antiph.68.1: aor. 1 εἱστίᾱσα X.Cyr. 1.3.10, Is.8.18, inf. ἑστιᾶσαι Ar.Nu.1212 (later ἡστίασεν SIG1104.26 (Athens, i B. C.), ἱσστίασεν ib.714.31 (Eretria, ii B. C.)): pf. εἱστίᾱκα D.21.156:—Med. and Pass., v. infr.: (ἑστία):—receive at one's hearth or in one's house, ξένους Lys.12.8; entertain, feast, τινα Hdt. l.c., Ar.Nu.1212; ἐν δόμοισιν ξένον E.Alc.765; ἑ. τινὰ ἰχθύσι on fish, Pl.R. 404b; at Athens, ἑ. τὴν φυλήν (cf. ἑστίασις) D.21.156; τὴν πόλιν Arist.EN1122b23; of the dining-room, ὁ ἀνδρὼν.. ὁ ἑστιῶν αὐτούς Ael.VH8.7.
2 abs., give a feast, ἑ. μεγαλοπρεπῶς ib.12.51; οἱ ἑστιῶντες entertainers, Pl.Grg. 518d; τὸν ἱστιῶντ' ἐπαινέω Epich.35.4.
3 c. acc. cogn., Ζεὺς..Πέλοπι ἔρανον ἱστιῶν Id.87; γάμους ἑ. give a marriage feast, E.HF483, Ar.Av.132; ἑ. νικητήρια X.Cyr.8.4.1; ἐπινίκια D.59.33; δεκάτην ὑπέρ τινος Id.40.28; γενέθλια Luc.Herm.11: and c dupl.acc., ἅμα θύσαντα τὰ ἱερὰ ἑστιᾶσαι ἐκεῖνον Antipho 1.16; θεσμοφόρια ἑ. τὰς γυναῖκας Is.3.80; τὴν γενέθλιον ἑ. τινά Luc.Dem.Enc.26, cf. Symp.2: c. dat., Eup.59.
4 metaph., ἑ. τινὰ λόγων καλῶν Pl.R. 571d, cf. Luc.Philops.39; ἑ. τὰς ἀκοάς, τὴν ὄψιν, Ael.VH3.1, NA17.23, etc.
II Pass., with fut. Med. ἑστιάσομαι Pl.R. 345c, Tht.178d; later ἑστιᾱθήσομαι Sch.Ar. Ach.977: aor. 1 εἱστιάθην Pl.Phdr.247e, (συν-) D.19.190; later ἑστιάσασθαι S.E.M.8.186: pf. εἱστίᾱμαι Pl.R. 354a, Ion. inf. ἱστιῆσθαι Hdt. 5.20:—to be a guest, be feasted, Id. l.c., Pl.R. 372c; ἑ. παρὰ ἀνδρὶ φίλῳ Antipho 1.26: c. acc. rei. feast on.., ἑ. ἐνύπνιον have a visionary feast, 'feast with the Barmecide', Ar.V.1218; ἑ. γῆν, τὰ ὄντα, Pl.R. 612a, Phdr.247e: c. dat., εὐωδίᾳ X.Smp.2.3; λόγοις Ath.7.275b: metaph., ταῦτά σοι εἱστιάσθω ἐν τοῖς Βενδιδείοις Pl.R. 354a.
German (Pape)
[Seite 1044] augm. ει, εἱστίων, εἱστιάκασι, Plat. Gorg. 518 e, εἱστίαμαι, ταῦτά σοι εἱστιάσθω, Plat. Rep. I, 354 a; am Heerde (ἑστία) gastlich aufnehmen, Her. 7, 153; ξένους Lys. 12, 8; Jem. bewirthen, ihm einen Schmaus geben, Ar. Nubb. 1212; ἡμᾶς ἑστιᾶτε Plat. Conv. 175 b; ἰχθύσι τινά Rep. III, 404 b; übertr., τῶν λόγων ἡμᾶς εἱστία, wie auch wir sagen: mit Reden bewirthen, traktiren, Phaedr. 227 b; ἑστιάσας λόγων καλῶν καὶ σκέψεων Rep. IX, 571 d; – γάμον, γάμους, den Hochzeitsschmaus ausrichten, Eur. Herc. Fur. 483; Ar. Av. 132; ἱερά, einen Opferschmaus geben, Antiph. 1, 16; θεσμοφόρια τὰς γυναῖκας, den Frauen den Thesmophorienschmaus geben, Is. 3, 80; νικητήρια Xen. Cyr. 8, 4, 1, wie ἐπινίκια Dem. 59, 33, den Sieg durch einen Schmaus feiern; so auch δεκάτην Dem. 40, 28; γενέθλια Luc. Hermot. 11, den Geburstag feiern; ἑστιᾶν τινα ἡδίστην ἑστίασιν Symp. 2; ἐπινίκιά τινα Dem. enc. 26; auch ἔρανόν τινι ἑστιᾶν, Epicharm. bei Ath. VIII, 338 d; wie bei Plat. übertr., ἑστιῶσα καὶ τέρπουσα τὸν ἐν ἡμῖν λόγον, Plut. Symp. 7, 8, 4; τὰς ἀκοάς, einen Ohrenschmaus geben, Ael. V. H. 3, 1; τὴν ὄψιν, das Auge weiden, H. A. 17, 23. – Pass. mit fut. med., bewirthet werden, schmausen, im eigtl. Sinn u. übertr., εἱστίημαι Her. 5, 20; ἄνευ ὄψου ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους Plat. Rep. II, 372 c; ψυχὴ γῆν ἑστιωμένη X, 611 e; τἄλλα τὰ ὄντα ὄντως θεασαμένη καὶ ἑστιαθεῖσα Phaedr. 247 e; τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι Theaet. 178 d; εὐωδίᾳ Xen. Conv. 2, 3, wie λόγοις Ath. VII, 275 a; Sp., auch gen., τῶν τέκνων ἑστιώμενος Luc. de merc. cond. 41.
French (Bailly abrégé)
ἑστιῶ :
impf. εἱστίων, f. ἑστιάσω, ao. εἱστίασα, pf. εἱστίακα;
Pass. ao. εἱστιάθην, pf. εἱστίαμαι;
recevoir à son foyer, à sa table, acc. ; abs. donner un dîner, traiter ; fig. ἑστ. τὰς ἀκοάς ÉL, τὴν ὄψιν ÉL régaler, càd charmer les oreilles, les yeux ; avec l'acc. de l'objet à l'occasion duquel on donne un repas : νικητήρια XÉN célébrer une victoire par un festin;
Pass. (f. Moy. ἑστιάσομαι) être reçu au foyer ou à la table de qqn ; τινι, se régaler de qch ; ou τινος : τῶν τέκνων LUC faire son régal, càd ses délices des enfants.
Étymologie: ἑστία.
Russian (Dvoretsky)
ἑστιάω: ион. ἱστιάω
1 оказывать гостеприимство, принимать у себя (ξένους Lys. и τινα ὡς ξένον Plut.);
2 угощать (τινα ἰχθύσιν Plat.): ἑ. τὴν φυλήν Arst. устраивать обед на всю филу (см. ἑστίασις 2); οἱ ἑστιῶντες Plat. угощающие; ἑ. γάμον Eur. или γάμους Arph., Arst. давать свадебный пир; ἑ. νικητήρια Xen. дать пир в честь победы; ἐπινίκια ἑ. τινα Dem. угощать кого-л. в ознаменование победы; ἑ. τινα καλῶν λόγων Plat. угощать кого-л. прекрасными речами; ἑ. τοῖς κόραξιν Arph. кормить собой воронов (о казнимом); med.-pass. быть угощаемым, пировать, наслаждаться: πανδαισίῃ τελέῃ ἱστιῆσθαι Her. быть отлично накормленным, попировать на славу; ἑστιᾶσθαί τι Plat., τινι Xen. и τινος Luc. наслаждаться кем(чем)-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιάω: Ἰων. ἱστιάω: παρατ. εἱστίων Λυσ. 154. 24, Πλάτ., Ἰων. γ΄ ἑνικ. ἱστία Ἡρόδ. 7. 135: μέλλ. ἑστιάσω ᾱ Ἀντιφάνης ἐν «Βουταλίωνι» 1. 1: ἀόρ. εἱστίᾱσα Ξεν., κλ., ἀπαρ. ἑστιᾶσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1212: πρκμ. εἱστίᾱκα Δημ. 565. 11: - Μέσ’ καί Παθ., ἴδε κατωτ.: (ἑστία). Δέχομαι, φιλοξενῶ ἐν τῇ ἑστίᾳ μου, δηλ. ἐν τῷ οἴκῳ μου, ξένους Λυσ. 120. 43· φιλεύω, τινά Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1212· τινά ἐν δώμασιν Εὐρ. Ἄλκ. 765· ἑστ. τινα ἰχθύσιν, μέ ἰχθῦς, Πλάτ. Πολ. 404D· ἐν Ἀθήναις, ἑστ. τήν φυλήν (πρβλ. ἑστίασις) Δημ. 565. 11· τήν πόλιν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 2, 11, κτλ.· χρησιμεύω ὡς ἑστιατήριον, ἦν δέ ὁ ἀνδρών ὁ ὑποδεχόμενος καί ἑστιῶν αὐτούς ἑκατοντάκλινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7. 2) ἀπολ., ἑστιῶ, «δίδω γεῦμα», εἱστία ποτέ μεγαλοπρεπῶς ὁ Φίλιππος αὐτόθι 12. 51· οἱ ἑστιῶντες, οἱ φιλεύοντες, Πλάτ. Γοργ. 518D. 3) μετά συστοίχ. αἰτ., γάμους ἑστιῶ, κάμνω γαμήλιον συμπόσιον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 483, Ἀριστοφ. Ὄρν. 132· ἑστ. νικητήρια Ξεν. Κύρ. 8. 4, 1· ἐπινίκια Δημ. 1356. 8· γενέθλια Λουκ. Ἑρμότ. 11· καί μετά διπλ. αἰτ., ἅμα θύσαντα τά ἱερά ἑστιᾶσαι ἐκεῖνον Ἀντιφῶν 113. 14· θεσμοφόρια ἑστ. τάς γυναῖκας Ἰσαῖος 46. 11· τήν γενέθλιον ἑστ. τινα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 26, πρβλ. Συμπ. 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἔρανόν τινι ἑστ. Ἐπίχ. 65 Ahr.· μετά μόνης δοτ., τοῖς κόραξιν ἑστιῶν, «ἑστίασιν παρέχων» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 941. 4) μεταφ., ἑστ. τινα καλῶν λόγων Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Λουκ. Φιλοψ. 39· ἑστ. τάς ἀκοάς, τήν ὄψιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 17. 23, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετά Μέσ. μέλλ. ἑστιάσομαι Πλάτ. Πολ. 345C, Θεαίτ. 178D· μεταγενέστ. ἑστιᾱθήσομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 977: ἀόρ. εἱστιάθην Πλάτ. Φαῖδ. 247E, (συν-) Δημ. 400. 25· με αγεν. ἑστιάσασθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 186: πρκμ. εἱστίᾱμαι Πλατ. Πολ. 354A, Ἰων. ἀπαρ. ἱστιῆσθαι Ἡρόδ. 5. 20. Ἑστιῶμαι, μετέχω ἑστιάσεως, φιλοξενοῦμαι, «φιλεύομαι», Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 354A, 372C· ἑστιᾶσθαι παρά φίλου Ἀντιφῶν 114. 14· μετ’ αἰτ., πρός τῶν θεῶν, ἐνύπνιον ἑστιώμεθα; Καθ’ ὕπνους συμποσιάζομεν; Ἀριστοφ. Σφ. 1218, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611E, Φαῖδρ. 247E· μετά δοτ., εὐωδίᾳ Ξεν. Συμπ. 2. 3· λόγοις Ἀθήν. 275Α.
Spanish
Greek Monotonic
ἑστιάω: Ιων. ἱστιάω, παρατ. εἱστίων, Ιων. γʹ ενικ. ἱστία· μέλ. ἑστιάσω [ᾱ]· αόρ. αʹ εἱστίᾱσα, παρακ. εἱστίᾱκα (ἑστία)·
I. 1. δέχομαι, φιλοξενώ στην εστία μου ή στο σπίτι μου, φιλοξενώ, περιποιούμαι, παραθέτω γεύμα, φιλεύω, τέρπω, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., παραθέτω γεύμα, σε Πλάτ.
2. με σύστ. αντ., γάμους ἑστιᾶν, παραθέτω γαμήλιο γεύμα, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἑστ.νικητήρια, σε Ξεν.
II. Παθ. με Μέσ. μέλ. ἑστιάσομαι, αόρ. αʹ εἱστιάθην, παρακ. εἱστίᾱμαι, Ιων. απαρ. ἱστιῆσθαι· φιλοξενούμαι, συμμετέχω σε συμπόσιο, γλεντοκοπώ, φιλεύομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἑστ. ἐνύπνιον, έχω ένα φανταστικό δείπνο, «δειπνώ μαζί με τον Βαρμηχίδη», σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἑστία
I. to receive at one's hearth or in one's house: to entertain, feast, regale, Hdt., Attic:—absol. to give a feast, Plat.
2. c. acc. cogn., γάμους ἑστιᾶν to give a marriage feast, Eur., Ar.; ἑστ. νικητήρια Xen.
II. Pass., with fut. mid. ἑστιάσομαι, aor1 εἱστιάθην: perf. εἱστίᾱμαι, ionic inf. ἱστιῆσθαι:— to be a guest, be feasted, feast, Hdt., Plat.; ἑστ. ἐνύπνιον to have a visionary feast, "feast with the Barmecide," Ar.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=φιλοξενῶ). Ἀπό τό ἑστία τοῦ ἕζομαι (λατιν. vesta). Παρατ.: ἐ-ϝεστία-ον → με ἀποβολή τοῦ ϝ καί συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει καί τοῦ αο σέ ω → εἱστίων. Παρακ. : ϝε-ϝεστία-κ-α → ἐ-εστία-κ-α → εἱστίακα.
Παράγωγα: ἑστίαμα (=φίλευμα), ἑστιαρχῶ, ἑστίασις (συνεστίασις), ἑστιάτωρ, ἑστιατόριον, ἑστιοῦχος (=πού προστατεύει τήν ἑστία).
Léxico de magia
festejar τὸ δὲ χρῖσμα ἑστιάσας καὶ συνευωχηθεὶς (τῷ κανθάρῳ) ἀπόθου καθαρείως εἰς τὸν ἀπαθανατισμόν tras haber festejado y comido con el escarabajo guarda el ungüento con pureza para el rito de inmortalización P IV 770