ἀντιμέτειμι

Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.

German (Pape)

[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.

Spanish (DGE)

competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.

Greek Monolingual

ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέτειμι: соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to compete: οἱ ἀντιμετιόντες competitors, Plut.