ἀντιψηφίζομαι

Revision as of 15:02, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.

Spanish (DGE)

votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.

Greek Monolingual

ἀντιψηφίζομαι (Α)
καταψηφίζω.

Greek Monotonic

ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιψηφίζομαι: подавать голос против (προός τι Plut.).

Middle Liddell


Dep to vote against, πρός τι Plut.