ψηφίζω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφίζω Medium diacritics: ψηφίζω Low diacritics: ψηφίζω Capitals: ΨΗΦΙΖΩ
Transliteration A: psēphízō Transliteration B: psēphizō Transliteration C: psifizo Beta Code: yhfi/zw

English (LSJ)

fut. Att. ψηφιῶ (ἐπι-) Aeschin.2.84: aor.
A ἐψήφισα Plu.2.141c, (ἐπι-) Th.2.24: pf. ἐψήφικα (ἐπ-) X.An.5.6.35, (κατ-) D.H.5.8:—Med., v. infr. ΙΙ:—Pass., v. infr. III:—count, reckon, prop. with pebbles (ψῆφοι), Plb.5.26.13, AP11.168 (Antiphan.), 171 (Lucill.); ψ. δακτύλοις Plu.l.c.
2 ἐὰν ψηφίσῃς τὸ ἓν ἐν γράμμασιν, i.e. if you add up the numerical values of the letters in the word ἕν, Theol.Ar. 64.
II more freq. in Med. ψηφίζομαι: fut. Att. ψηφιοῦμαι Ar. V.769, Th.7.48, Pl.Smp. 177d, etc. (ψηφίσομαι is f.l. where found, e.g. in Lys.12.44, 14.47, (κατα-) Antipho 1.12, 6.10, (ἀπο-) ibid.): aor. ἐψηφισάμην Hdt.5.97, Th.7.48, etc.: pf. ἐψήφισμαι in med. sense, Ar.V.591 (anap.), Th.1.120, etc.:—prop., cast one's vote with a pebble:
1 abs., εἰς ὑδρίαν ψ. X.HG1.7.9, cf. Ar.V.755 (anap.): generally, vote, ψήφῳ ψηφίζεσθαι μὴ φεύγειν Hdt.9.55; τοῖς νόμοις ψηφίσασθαι vote in support of the laws, D.21.188; ἐναντία ψ. τινι Pl.Smp. 177d.
2 c. acc., vote for, carry by vote, τὸν πόλεμον Th.1.86; ψηφίσασθαί τινι τὸν πλοῦν vote him the voyage, Id.4.29; ψ. παρασκευήν Id.6.25, cf. Ar.Lys.951; ἐπιβολὴν ψ. Id.V.769; δίκην Is.3.7; ἄδειαν And.1.12; διαδίκασμα ψ. τινι Lys.17.10; κλῆρόν τινι ψ. to adjudge it to... D.43.6: c. dupl. acc., ψ. τινα θεόν vote him a god, Plu.2.187e.
3 c. inf., vote, resolve to do something, c. inf. pres., ψ. μένειν Hdt.7.207, cf. 9.55 (supr. cit.); ψ. τι δρᾶν A.Ag. 1353: c. inf. aor., ψ. νέας ἀποστεῖλαι Hdt.5.97, cf. Ar.V.591 (anap.), Pl.Grg. 516e: c. inf. fut., ψ. πάντας ἀποσφάξειν (better ἀποσφάξαι as cod. P) D.S.12.72: c. acc. et inf., vote that... ψ. τὰς σπονδὰς λελύσθαι Th.1.88; ψ. ὥστε μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν X.Cyr.2.2.20: ψ. ὅπως τις ἄρχοι μόνος Plu.Pomp.54.
4 ψ. περί, ὑπέρ τινος, Pl.Demod.382d, Aeschin.1.154.
III Act. is used in signf. decide by vote, δίκην κατ' ἄλλου.. ἐψήφισαν S.Aj.449, and is also found in IGRom.4.293a ii 57 (Pergam., ii B.C.); ψηφίζομεν is dub. in Hdn.2.3.4 (ἐπευφημίζομεν Schwartz):—Pass., aor. ψηφισθῆναι be voted, τοῖς στρατηγοῖς εἴ του προσδέοιντο ψηφισθῆναι ἐς τὸν ἔκπλουν Th.6.8; τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Lys.13.29; τὰ ψηφισθέντα πλοῖα X.HG1.2.1: fut., τὰ ψηφισθησόμενα Isoc.6.92: pf., ἐψηφισμένοι θανεῖν condemned by vote, E.Heracl.141; τοῖς ἰχθυοπώλαις ἐστὶν ἐψηφισμένον.. στῆσαι Alex. 56.

German (Pape)

[Seite 1397] mit Steinchen, Rechenpfennigen zählen, rechnen, berechnen, Pol. 5, 26, 13 u. a. Sp.; auch τοῖς δακτύλοις, Plut. conj. praec. p. 418. – Gew. med., seine Stimme durch ein Steinchen abgeben, welches man in die Stimmurne wirst, ψηφίζεσθαι εἰς ὑδρίαν Xen. Hell. 1, 7,9; gew. absolut, abstimmen, u. durch Stimmenmehrheit beschließen, ἐψηφισμένοι εἰσί Dem. 2, 11, erwählen u. vgl.; ψηφίζεσθαί τινι, für Einen, zu Jemandes Gunsten stimmen, 21, 188. 24, 35; δίκην ψηφ., einen Rechtshandel durch Abstimmen entscheiden, Is. u. A.; ἐναντία ἐψηφισάμην Plat. Apol. 32 b, wie Conv. 177 d; Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο Gorg. 516 e, τινὶ τὸν πλοῦν Thuc. 4, 29, vgl. 6, 25; Xen. u. Folgde; ἀφελέσθαι τὸν κλῆρον, ὃν ὑμεῖς αὐτῇ ἐψηφίσασθε, den ihr zugesprochen habt, Dem. 43, 6. – Auch = bei sich beschließen, nach eigener Erwägung einen Entschluß fassen, Her. 7, 207; ψηφίζομαί τι δρᾶν Aesch. Ag. 1326; – Soph. Ai. 449 braucht auch das act. ψηψίζειν κατά τινος = gegen Einen entscheiden, ihn verurteilen. – Pass. verurtheilt werden, sein, νόμοισι ἐψηφισμένους θανεῖν Eur. Heracl. 142; τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Lys. 13, 29; vgl. Thuc. 6, 8.

French (Bailly abrégé)

f. ψηφίσω, att. ψηφιῶ, ao. ἐψήφισα, Pass. f. ψηφισθήσομαι, ao. ἐψηφίσθην, pf. ἐψήφισμαι;
voter avec des cailloux ; décider ou attribuer par un vote : δίκην κατά τινος SOPH voter une condamnation contre qqn, càd condamner qqn par un vote;
Moy. ψηφίζομαι (f. ψηφιοῦμαι, ao. ἐψηφισάμην) déposer son caillou (pour voter), d'où
1 abs. voter : τινι, pour qqn, déposer un vote en faveur de qqn;
2 décider, déclarer ou attribuer par un vote : τι, qch (la paix, la guerre, etc.) ; τινι ψ. θεόν PLUT mettre qqn par un vote au rang des dieux ; πολιτείαν τινι PLUT donner à qqn par un vote le droit de cité;
NT: calculer, évaluer, interpréter.
Étymologie: ψηφίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψηφίζω [ψῆφος] Att. fut. ψηφιῶ act. berekenen, tellen:. ψηφίζειν τὴν δαπάνην de kosten berekenen NT Luc. 14.28. door stemming vaststellen:. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατ’ ἄλλου φωτὸς ὧδ’ ἐψήφισαν zij zouden tegen een ander man nooit zo hun vonnis bepaald hebben Soph. Ai. 449. meestal med. zijn stem uitbrengen, stemmen:; εἰς τὴν προτέραν ψηφίσασθαι hun stem deponeren in de eerste (urn) Xen. Hell. 1.7.9; met dat.:; τοῖς νόμοις ψηφίσασθαι voor de wetten stemmen Dem. 21.188; met acc. voor... stemmen, door stemming tot... besluiten:; τἀναντία ψηφίζομαι ik stem tegen Aristoph. Av. 1676; ψηφίζεσθε τὸν πόλεμον stem voor oorlog Thuc. 1.86.5; ἐπεὶ δὲ ἐψηφίσαντο αὐτῷ τὴν ἄδειαν nadat zij hadden gestemd om hem straffeloosheid te verlenen And. 1.12; met inf.:; ἐψηφίσαντο... ἄλλους ἑλέσθαι zij besloten anderen te kiezen Xen. Hell. 2.4.23; met acc. en dat.:; ἐκείνῳ ἐψηφίσατο τῶν ἐπαρχιῶν Μακεδονίαν hij liet hem de provincie Macedonië toewijzen Plut. Cic. 12.4; perf. med.:; ἡ βούλη... ἐψήφισται de raad heeft besloten Aristoph. Ve. 591; perf. pass.: ἐψηφισμένους θανεῖν ter dood veroordeeld Eur. Hcld. 141.

Russian (Dvoretsky)

ψηφίζω:
1 считать, высчитывать, исчислять (Polyb., Anth.; ἀριθμόν τινος NT): τοῖς δακτύλοις ψ. Plut. считать по пальцам;
2 преимущ. med. подавать голос (камешком), голосовать: ψ. δίκην κατά τινος Soph. голосовать (выносить) приговор кому-л.; τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Lys. было вынесено постановление; τὰ ψηφισθέντα πλοῖα Xen. и αἱ ψηφισμέναι νῆες Aeschin. установленный голосованием флот; ἐψηφισμένος θανεῖν Eur. приговоренный к смерти; εἰς τὴν ὑδρίαν ψηφίζεσθαι Xen. опускать свой камешек в урну; ψηφίζεσθαί τινι Dem. голосовать за кого-л.; ψηφίζεσθαι περί и ὑπέρ τινος Plat., Aeschin. голосовать по вопросу о ком(чем)-л.;
3 med. решать путем подачи голосов, постановлять голосованием (πόλεμον Thuc.; σπονδὰς ποιεῖσθαι Arph.): ψηφίσασθαί τινι τὸ διαδίκασμα Lys. присудить кому-л. предмет спора; ψηφίσασθαί τινά τινα Plut. большинством голосов объявить кого-л. кем-л.; ἐναντία ψηφίσασθαι Plat. голосовать против; τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν ψηφίζομαί τι δρᾶν Aesch. я присоединяюсь к общему мнению, что надо как-то действовать; μένειν ἐψηφίζετο Her. (Леонид) провел решение о том, чтобы остаться.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (ἐπι-) Αἰσχίν. 39. 15· ἀόρ. ἐψήφισα, Πλούτ. 2. 141C, (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. ἐψήφικα (ἐπ-) Ξεν. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. Λογαριάζω, ἀριθμῶ, κυρίως διὰ λιθαρίων, (ψήφων, πρβλ. Λατ. calculare ἐκ τοῦ calculus), Πολύβ. 5. 26, 13, Ἀνθ. Παλατ. 11, 168, 171· ψ. δακτύλοις Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. ψῆφος ΙΙ. 1. ΙΙ. συνηθέστερον, ὡς ἀποθ. ψηφίζομαι· μέλλ. Ἀττ. ψηφιοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 769, Θουκ. 7. 48, Πλάτ. Συμπ. 177D, κλπ., (ψηφίσομαι ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν Ῥητόρων διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφων)· ἀόρ. ἐψηφισάμην Ἡρόδ. 5.97, Θουκ. Ξεν., κλπ.· πρκμ. ἐψήφισμαι ἐπὶ μέσης σημασίας, Ἀριστοφ. Σφ. 591, Θουκ. 1. 120, Ξεν. κλπ. Κυρίως, δίδω τὴν ψῆφόν μου διὰ λιθαρίου, ὅπερ ἐρρίπτετο ἐντὸς κάλπης, ὡς ἐν τοῖς Ἀθήνησι δικαστηρίοις, ἐναντίον τοῦ ἐπιψηφίζω, προτείνω εἰς ψηφοφορίαν· 1) ἀπολ., ψηφίζεσθαι ἐς ὑδρίαν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 755· καθόλου, ψηφοφορῶ, ψήφῳ ψηφίζεσθαι Ἡρόδ. 9.55· ψηφίζεσθαί τινι, ψηφοφορῶ ὑπέρ τινος, Δημ. 575. 18· ἐναντία ψ. τινι Πλάτ. Συμπ. 177D. 2) μετ’ αἰτ., ψηφοφορῶ ὑπέρ τινος, ἐπιδοκιμάζω διὰ τῆς ψήφου μου, ἀποφασίζω τι, πόλεμον Θουκ. 1. 86· ψηφίζεσθαί τινι τὸν πλοῦν ὁ αὐτ. 4.29· οὕτω, ψ. παρασκευὴν ὁ αὐτ. 6. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 951· ἐπιβολὴν ψ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 769· δίκην Ἰσαῖος 38. 32· ἄδειαν Ἀνδοκ. 2.35· διαδίκασμα ψ. τινι Λυσίας 149. 7· κλῆρόν τινι ψ., παραχωρῶ διὰ τῆς ψήφου μου, παρέχω ..., Δημ. 1052. 4· - μετὰ διπλ. αἰτ., ψ. τινα θεὸν Πλούτ. 2. 187Ε. 3) μετ’ ἀπαρ., δίδω τὴν ψῆφόν μου ὑπέρ τινος πράγματος, ἀποφασίζω νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφάτ. ἐνεστ., ψ. μένειν Ἡρόδ. 7. 207· μὴ φεύγειν ὁ αὐτ. 9. 55· ψ. τι δρᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1353· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., ψ. πάντας ἀποσφάζειν Διόδ. 12. 72· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀποφασίζω νά ..., ψ. τὰς σπονδὰς τυγχάνειν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 2, 20· - οὕτω, ψ. ὅπως ... Πλουτ. Πομπ. 54. 4) ψ. περί, ὑπέρ τινος Πλάτ. Δημόδ. 382D, Αἰσχίν. 22. 13. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς καὶ τὸ μέσ. σημασ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Σοφ. Αἴ. 449 (δίκην κατ’ ἄλλου ... ἐψήφισαν), καὶ παρὰ μεταγεν.· ἀλλ’ ὁ ἀόρ. ψηφισθῆναι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθητ. σημασ., διὰ ψηφοφορίας ἀποφασισθῆναι, τοῖς στρατηγοῖς εἴ του προσδέοιντο ψηφισθῆναι εἰς τὸν ἔκπλουν Θουκ. 6. 8· τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Λυσί. 132. 24· τὰ ψηφισθησόμενα Ἰσοκρ. 135Β· καὶ πρκμ., ἐψηφισμένοι θανεῖ, καταδεδικασμένοι διὰ ψηφοφορίας εἰς θάνατον, Εὐρ. Ἡρακλ. 141· τοῖς ἰχθυοπώλαις ἐστὶν ἐψηφισμένον ... στῆσαι Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι ἢ Ποππυζούσῃ» 1.

English (Strong)

from ψῆφος; to use pebbles in enumeration, i.e. (generally) to compute: count.

English (Thayer)

1st aorist ἐψηφισα; (ψῆφος, which see); to count with pebbles, to compute, calculate, reckon: τήν δαπάνην, τόν ἀριθμόν, to explain by computing, Polybius, Plutarch, Palaeph., Anthol.; commonly and indeed chiefly in the middle in the Greek writings to give one's vote by casting a pebble into the urn; to decide by voting.) (Compare: συγψηφίζω, καταψηφίζω, συμψηφίζω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψήφος
νεοελλ.
εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τον ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς»)
νεοελλ.-αρχ.
(στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι)
1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο μου (α. «το διοικητικό συμβούλιο θα ψηφίσει για την συνέχιση ή μη της απεργίας» β. «ταύτῃ τῇ ψήφῳ ψηφίζεσθαι ἔφη μὴ φεύγειν τοὺς ξείνους», Ηρόδ.)
2. (ειδικά) ρίχνω την ψήφο μου στην κάλπη
3. επιδοκιμάζω κάποιον ή κάτι με την ψήφο μου, εγκρίνω, υπερψηφίζω (α. «όλοι οι βουλευτές ψήφισαν το νομοσχέδιο» β. «ψηφίζεσθαι ὥστε μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αριθμώ, λογαριάζω με ψηφίδες, με λιθαράκια (α. «αὐτὸς ψηφίζει πέρπυρα καὶ γράφει καὶ στρογγυλέα», Πρόδρ.
β. «κατὰ τὴν τοῦ ψηφίζοντος βούλησιν ἄρτι χαλκοῦν καὶ παραυτίκα τάλαντον ἴσχουσιν», Πολ.)
αρχ.
1. αποφασίζω κάτι μετά από ψηφοφορίαδίκην κατ' ἄλλου ἐψήφισαν», Σοφ.)
2. μέσ. (με δοτ. και αιτ.) παραχωρώ κάτι σε κάποιον με την ψήφο μου
3. φρ. α) «ψηφίζω δακτύλοις» — λογαριάζω με τα δάχτυλα (Πλούτ.)
β) «ψηφίζομαι θανεῖν» — καταδικάζω σε θάνατο με ψηφοφορία (Ευρ.).

Greek Monotonic

ψηφίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐψήφισα, παρακ. ἐψήφικα·
I. μετρώ ή λογαριάζω, αριθμώ κυρίως με πετραδάκια (ψήφους, πρβλ. Λατ. calculare από calculus), σε Ανθ.
II. 1. συχνότερα ως αποθ., ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. ψηφιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐψηφισάμην, παρακ. ἐψήφισμαι· δίνω την ψήφο μου σε κάποιον με πετραδάκι, το οποίο έχω ρίξει μέσα σε κάλπη· απόλ., ψηφίζεσθαι ἐς ὑδρίαν, σε Ξεν.· γενικώς, ψηφίζω, ψηφοφορώ, σε Ηρόδ.· ψηφίζεσθαί τινι, υπερψηφίζω κάποιον, σε Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., ψηφίζω υπέρ, επιδοκιμάζω μέσω της ψήφου μου, αποφασίζω με ψηφοφορία, πόλεμον, σε Θουκ.· ψηφίζομαι παρασκευήν, στον ίδ. κ.λπ.
3. με απαρ., ψηφίζω, δίνω την ψήφο μου, αποφασίζω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., αποφασίζω να..., ψηφίζομαι τὰς σπονδὰς λελύσθαι, σε Θουκ.
4. ψηφίζομαι περί, ὑπέρ τινος, σε Πλάτ., Αισχίν.
II. Ενεργ., με την ίδια σημασία όπως το Μέσ., μόνο στο Σοφ., Αίας 449 (δίκην ἐψήφισαν), καθώς και σε μεταγεν. συγγραφείς· αλλά, Παθ. αόρ. αʹ ψηφισθῆναι χρησιμοποιείται με Παθ. σημασία, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, μτχ. παρακ. ἐψηφισμένοι θανεῖν, καταδικασμένοι δια ψηφοφορίας σε θάνατο, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. to count or reckon, properly with pebbles (ψῆφοι, cf. Lat calculare from calculus), Anth.
2. Act can mean to vote, like ψηφίζομαι, but only in Soph. (δίκην ἐψήφισαν), and in late writers.
II. more freq. Dep. ψηφίζομαι.
1. properly, to give one's vote with a pebble, which was thrown into the voting urn, absol., ψηφίζεσθαι ἐς ὑδρίαν Xen.: generally, to vote, Hdt.; τινι for any one, Dem.
2. c. acc. rei, to vote for, carry by vote, πόλεμον Thuc.; ψ. παρασκευήν Thuc., etc.
3. c. inf. to vote, give one's vote to do a thing, Hdt., Aesch., etc.:—c. acc. et inf. to vote that, ψ. τὰς σπονδὰς λελύσθαι Thuc.
4. ψ. περί, ὑπέρ τινος Plat., Aeschin.
III. Act. in same sense as Mid., only in Soph. Aj. (δίκην ἐψήφισαν), and in late writers:—but the aor1 pass. ψηφισθῆναι is used in pass. sense, to be voted, Thuc., Xen., etc.; so perf. part. ἐψηφισμένοι θανεῖν condemned by vote to die, Eur.

Chinese

原文音譯:yhf⋯zw 普些非索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:小圓石
字義溯源:用小圓石計算數目,計算,數點,演算;源自(ψῆφος)=小圓石),而 (ψῆφος)出自(ψηλαφάω)=操作), (ψηλαφάω)出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(2);路(1);啓(1)
譯字彙編
1) 當計算(1) 啓13:18;
2) 計算(1) 路14:28

Mantoulidis Etymological

(=ἐκφράζω τή γνώμη μου μέ ψῆφο) Ἀπό τό οὐσ. ἡ ψῆφος (=λιθάρι, ἀπόφαση), τοῦ ψάω ψήω -ῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψήφισις, ἀποψήφισις (=ἀθώωση), διαψήφισις (=μέ ψῆφο ἀπόφαση), ἐπιψήφισις, καταψήφισις (=καταδίκη), συμψήφισις, ὑπερψήφισις, ψήφισμα, ψηφισμός, (δια, ἐπι, συμ)ψηφισμός, ψηφιστέον, (ἀπο, κατα)ψηφιστέον, ψηφιστής (=λογιστής), διαψηφιστής (=εἰσπράκτορας φόρων), ψηφιστικός, διαψηφιστός (=αὐτός πού ἐκλέγεται μέ ψηφοφορία), παμψηφεί.