ἀλλεπαλληλία

Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A accumulation, Eust.12.3. ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive, ῥανίδες EM702.20; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. -ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.

German (Pape)

[Seite 102] ὴ, die Häufung Eines auf das Andere, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλεπαλληλία: ἡ, ἐπισώρευσις, Εὐστ. 12. 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ acumulación c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3.

Greek Monolingual

η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.