ἀλλεπάλληλος
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ον, one upon another, one after the other, successive, ῥανίδες EM 702.20; νῆσσαι Sch. Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συνομήλικες) EM 291.37; τὸ ἀλλεπάλληλον = accumulation, alternation, Paus. 9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett.Val. 331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. ἀλλεπαλλήλως = in turn, consecutively, in varied style, 272.23; — also, in layers, of stones, Arg. E. Ph.; — perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπαλλήλως, Alciphr. Fr. 6.11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1uno detrás de otro, sucesivo λιτουργήσας ἀλλεπαλλήλους χρείας βαρυτάτας habiendo sido designado sucesivamente para las más pesadas liturgias, PSI 1103.5 (II a.C.), κακοί Vett.Val.266.2, cf. 275.32, ῥανίδες EM 702.20G., νῆσσαι Sch.Arat.980M., κτύπον Sch.A.Ch.426
•τὸ ἀλλεπάλληλον = lo ininterrumpido c. gen. πολέμων Paus.9.39.4.
2 gram. acumulativo σύνθεσις EM 291.37G.
•subst. τὸ ἀλλεπάλληλον = acumulación τῶν διχρόων Eust.149.10.
II astrol. alternativo δρόμοι Vett.Val.331.22, ἀποτελέσματα Vett.Val.243.29.
III adv. ἀλλεπαλλήλως
1 en capas de piedras, E.Ph.argumen. (Nauck (T) II p.393).
2 sucesivamente Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4 (p.455.6), συγκοσμῆσαι βουλόμενος ἀλλεπαλλήλως Vett.Val.272.23, cf. EM 85.46.
German (Pape)
[Seite 102] Eins auf's Andere gehäuft, Paus. 9, 39, 4; bes. Gramm., B. A. 1192.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλεπάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: ἀμοιβαῖος Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι διακεκριμένως ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].