ἐξαποβαίνω

Revision as of 15:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A step out of, νηός Od.12.306; νηὸς χέρσονδε A.R.3.199, etc.

German (Pape)

[Seite 871] (s. βαίνω), absteigen aus; νηός Od. 12, 306; Ap. Rh. 3, 199 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποβαίνω: ἀποβαίνω ἔκ τινος, ἐξέρχομαι, ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηὸς Ὀδ. Μ. 306, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 199, κλ.

French (Bailly abrégé)

sortir de, descendre de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀποβαίνω.

English (Autenrieth)

only aor. 2, disembarked from; νηός, Od. 12.306†.

Spanish (DGE)

bajar de, desembarcar c. gen. ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηός Od.12.306, cf. A.R.3.199, 326, abs., A.R.4.246.

Greek Monolingual

ἐξαποβαίνω (Α) αποβαίνω
αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐξαποβαίνω: μέλ. -βήσομαι, βγαίνω έξω, αποβιβάζομαι, νηός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποβαίνω: выходить, сходить (νηός Hom.).

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to step out of, νηός Od.