αποβαίνω

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποβαίνω)
1. καταλήγω, καταντῶ
2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. φεύγω, αναχωρῶ
3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι
4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι
5. επιτυγχάνω
6. πραγματοποιοῦμαι, επαληθεύω
7. (μτβ.) αποβιβάζω
8. (το απαρέμφατο ως ουσ.) τὸ ἀποβαίνειν
η τέχνη του να μεταπηδά κάποιος από άλογο σε άλογο
9. (για διάστημα) εκτείνομαι
10. φρ. «ὁ ἀποβαίνων πούς» — το πίσω πόδι.